- βαγίζω
- βαγίζω και βαΐζω -ισα, βαϊσμένος, γέρνω: Βάϊσα από το πολύ βάρος που κουβαλάω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαγίζω — και βαΐζω [βάγιο] 1. κάνω κάτι να λυγίσει, κάμπτω 2. (για δέντρο) λυγίζω από τον πολύ καρπό, έχω αφθονία καρπών 3. (για άνθρωπο) λυγίζω από το βάρος της ηλικίας … Dictionary of Greek
αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος … Dictionary of Greek
βαΐζω — βλ. βαγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)